- συναλλακτής
- συναλλακτήςmediatormasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναλλακτής — και συναλλάκτης, ὁ, ΜΑ [συναλλάσσω] ο μεσίτης που διενεργεί τις συναλλαγές, τις διαπραγματεύσεις … Dictionary of Greek
συναλλακτῶν — συναλλακτής mediator masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναλλακτάς — συναλλακτά̱ς , συναλλακτής mediator masc acc pl συναλλακτά̱ς , συναλλακτής mediator masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναλλακτεύω — Μ [συναλλακτής] κάνω ανταλλακτικό εμπόριο … Dictionary of Greek
συναλλακτούμαι — έομαι, Α [συναλλακτής] έχω συναλλαγές με κάποιον … Dictionary of Greek